Βάλτε να πιούμε - Από τη συναυλία με τα Διάφανα Κρίνα
Επιμέλεια : Σαβίνα Ακουμιανάκη Ψυχολόγος MSc
Δημοσιεύτηκε 14/9/2015 12:01
Οίστρος Ζωής
Στα Διάφανα Κρίνα
Μια μαινάδα όργια-σμένη
Σχεδόν δαιμονισμένη
Διόνυσος βάκχος παν
Ένας γερασμένος Πίτερ Παν
Μια επίκληση στην Ενοδία
Σε Τράγο-Δία
Αίγαγρε συ ατρόμητε
Στέκεις και θωρείς
Ότι σε φοβάμαι μη θαρρείς
Επειδή ακίνητη σε προσκυνώ
Απλά έλαχε εσύ κάτι να μου θυμίζεις
Και αναρωτιούνται οι δίπλα μου
Πως γίνεται τόση ασχήμια να είναι τόσο όμορφη
Ίσως φταίνε τα άσχημα, στραβιά κίτρινα μάτια σου
Ξέρεις πάντα πίστευα ότι τα κίτρινα μάτια είναι Κρητικά
Σαν της γιαγιάς με το μαύρο τσεμπέρι
Που περιγράφει ιστορίες για τον Σήφη και την Μαριώ
Γεννήτορες του Παν Ιησούς Χριστός
Και αγιασθήτω το…
Άρτι αφιχθείσα από την Κόλαση είμαι
Τον οβολό μου δεν τον ξέχασα
Ομηρική Νεκύια
Σε αφρικανική ήπειρο Γαλλική αποικία
Μετά από μέδουσες
Ναυάγια, πίνακες, παιδικά τραγούδια, σχέδια και αυτοσχεδιασμούς
Εκεί που ο ήλιος λάμπει
Εκεί που τάιζα μικρούς αετούς που είχαν πέσει από την φωλιά τους
Εργάτες είχαν χαλάσει τις φωλιές τους για να χτίσουν κυκλώπεια τείχη
Οι ίδιοι εργάτες που μου τους πρόσφεραν –θυσία σε τελετή μυστική-
Λυπήθηκαν λέει τα άμοιρα ζώα που έχασαν οικεία και οίκο
Τελικά μόνο τα κοράκια επέζησαν
Ήταν τα μόνα που είχαν τέτοια επιθυμία, τέτοιο ζήλο να τραφούν
Που στο άκουσμα του γατίσιου βήματος μου άνοιγαν τα στόματα τους
Σηκώνονταν σπρώχνοντας το δίχως φτέρωμα, κοκαλιασμένο κορμί τους όσο πιο ψηλά γίνεται
Και άνοιγαν τα στόματα τους διάπλατα
Εκεί έβρισκα εγώ την ευκαιρία να τους ρίξω σκουλήκια
Πέντε-έξι κάθε μισή ώρα
Όσα μπορούσε να πιάσει η μικρή πένσα που μου είχαν δώσει
Η βάρκα όμως δεν σταμάτησε εκεί,
αφήνοντας με παγερά έκπληκτη
Μια βαρκαρόλα σε ένα τρεχαντηράκι
Το ηλιόλουστο φεγγάρι θα έπρεπε να κατέχει κυρίαρχη θέση εδώ
Δεν βαριέσαι είχαμε ξεχάσει να βγάλουμε το πανί που σκέπαζε την βάρκα.
Στον βράχο που με αράδιασε ο βαρκάρης, εγώ βρήκα την χαρά στο να βουτάω
Να παίρνω φόρα τρέχοντας και να πέφτω
Και αυτή ήταν η μεγαλύτερη ευχαρίστησις του καλοκαιριού που πέρασε
Σαν την βουτιά που ρίχνουν τα μικρά παιδιά
Από ύψος μεγάλο
Σε βάθος που ολοένα μίκραινε
Με το κεφάλι να σχίζει το θαλασσινό νερό
Χωρίς φόβο
Γιατί τότε η γνώση δεν είναι φόβος
όταν μεγαλώνεις γίνεται
ακένωτο κενό και γλέντι τρικούβερτο
σε γάμο που ήσουν καλεσμένος απόψε αλλά τελικά δεν πήγες
ένας ναυτικός ίλιγγος
με ούζο σε βάρκα ονόματι Νικόλας
τόσο ανοικτή στην ζωή
τόσο κλειστή στους ανθρώπους
να προχωράς εκεί που δεν υπάρχει δρόμος
μονάχα μην φοβηθείς τους φόβους τους και να αντέχεις
Άραγε θα θυμάται κάποιος…
Εξάρχεια-Μοναστηράκι
Θυμάσαι άραγε τον περίπατο που κάναμε Παντελή;
Ε…εννοούσα παντελή έλλειψη επικοινωνίας,
Όχι, όχι δεν μιλάω για σένα, ούτε για μένα
Μιλάω αόριστα, ασαφή και αφηρημένα
Προπαντός αφηρημένη
Θυμάσαι και συ αυτό το σκόνταμμα ενός καθώς πρέπει, ώριμου κυρίου
Την ώρα που εσύ απάγγελες Λειβαδίτη;
Συνόδευε μια όμορφη, νεαρή κοπέλα
‘Να το χαρείς και να το ζεις’
Κάτι τέτοιο πρέπει να είχες πει.
εγώ ο Οδυσσέας ο αχρείος
που ξέχασα να θυμηθώ
και την αγέραστη και άφθαρτη αργία πάντα επιθυμώ –επιθυμία που γεννά η οδοιπορία μου,
εγώ η Ισιδώρα η χορεύτρια
αρνούμαι να χορέψω
θα περπατώ ξυπόλητη μέχρι να λήξει η βιοαπογόρευση
Βάλτε να πιούμε…Ζωή!