Coleman, Ornette Βιογραφία
Σπάνια ένας μουσικός αλλάζει δραστικά τον τρόπο που ακούμε μουσική – ένας τέτοιος μουσικός είναι ο Ornette Coleman. Από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, στα τέλη της δεκαετίας του '50, η άποψη του για τη μουσική έχει κερδίσει φανατικούς φίλους, αλλά δημιούργησε και φανατικούς εχθρούς. Ακόμα και σήμερα, μετά από πολλές δεκαετίες, τα πρώτα του έργα ακούγονται προχωρημένα και πρωτοποριακά. Αρχικά επηρεάστηκε από τον Charlie Parker. Ξεκίνησε να παίζει άλτο σαξόφωνο στα 14 του και τενόρο 2 χρόνια αργότερα. Οι πρώτες του εμπειρίες ήταν με συγκροτήματα R&B στη γενέτειρα του, το Τέξας, αλλά οι προσπάθειες του να παίξει με ένα πρωτότυπο στυλ, συνάντησαν την αρνητική στάση του κοινού και των υπολοίπων μουσικών. Μετακόμισε στο Los Angeles (αρχές δεκαετίας '50) και εργάστηκε σαν χειριστής ανελκυστήρα ενώ ταυτόχρονα μελετούσε μουσική. Δεν κατάφερε πριν το 1958 (μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες) να δημιουργήσει έναν πυρήνα μουσικών που να μπορεί να ερμηνεύσει τη μουσική του. Μαζί με τον Don Cherry είχαν μια μακρά παραμονή στο club Five Spot της Νέα Υόρκης, όπου οι εμφανίσεις τους σήμαναν συναγερμό στο κόσμο της jazz που αντιλήφθηκε ότι μια ριζοσπαστική νέα μουσική γεννιόταν. Κάθε βράδυ το κοινό ήταν γεμάτο από “κριτές” που χαρακτήριζαν τον Οrnette άλλοτε ιδιοφυία και άλλοτε τσαρλατάνο. Από το 1959 μέχρι το 1961, ο Οrnette ηχογράφησε μερικά εκπληκτικά άλμπουμ στην εταιρία Atlantic, Ένα άλμπουμ με τον τίτλο Free Jazz, ήταν ουσιαστικά ένας 40λεπτος ελεύθερος αυτοσχεδιασμός, με τον Coleman, τον Cherry, τον Charlie Ηaden, τον Billy Higgins, τον Scott LaFaro, τον Eric Dolphy, τον Freddie Hubbard και τον Ed Blackwell να δημιουργούν ένα “διπλό” κουαρτέτο. Μια πραγματικά εντυπωσιακή δουλειά! Το 1962 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση για μια περίοδο. Μελέτησε τρομπέτα και βιολί και το 1965 ηχογράφησε μερικά πραγματικά μεγαλοφυή άλμπουμ χρησιμοποιώντας όλα τα όργανα του και ένα πολύ δυνατό τρίο, με τον ντράμερ Charles Moffett και τον μπασίστα David Izenson. Στο τέλος της δεκαετίας σχημάτισε ένα κουαρτέτο με τον Charlie Haden, τον Dewey Redman και τον Ed Blackwell (ή τον γιό του Denardo Coleman) στα ντραμς. Ταυτόχρονα, έγραψε και έργα ατονικής κλασικής μουσικής δωματίου. Τη δεκαετία του 70 ο Ornette μπαίνει στη δεύτερη φάση της καριέρας του. Σχηματίζει ένα “διπλό” κουαρτέτο, τους Prime Time που αποτελείται από 2 κιθαρίστες, 2 μπασιστες, 2 ντράμερ και το άλτο σαξόφωνο του. Το σχήμα ονομάστηκε. Ονόμασε την μουσική του harmolodics (θέλοντας να τονίσει την ισοδύναμη αξία της μελωδίας, του ρυθμού και της αρμονίας). Αξιοσημείωτη επίσης είναι η συνεργασία του Ornette με τον Pat Metheny, την αυτή περίοδο. Καρπός της συνεργασίας ήταν το ασύλληπτο άλμπουμ Song X. O Coleman έμεινε πιστός στις ιδέες του και τη δεκαετία του '90. Πάλεψε ενάντια στο γεγονός ότι η Δύση δεν αφήνει τους δημιουργούς να ζήσουν ανεπηρέαστοι από τις κριτικές των άλλων. Όπως λέει ο ίδιος: ¨Έχω τεράστιο πρόβλημα με τα πρόσωπα που μου επιτρέπουν ή να μου απαγορεύουν να λειτουργώ. Μερικοί τους ονομάζουν “οι μεσάζοντες”, άλλοι τους λένε “οι λευκοί” και άλλοι “ο κόσμος της τέχνης” - έχουνε πολλά ονόματα - αλλά το γεγονός παραμένει ότι πρέπει να προσαρμοστείς σ' αυτό που σου ζητάνε. Και το πρώτο πράγμα που σου ζητάνε είναι να νοιώθεις ανασφάλεια, όχι για να γίνεις πιο αποδοτικός, αλλά για να πειστούν οι ίδιοι πως ότι κάνεις το κάνεις για τα λεφτά, πως δεν είσαι καλλιτέχνης και πως το μόνο που ζητάς είναι να γίνεις σαν και αυτούς. Πάντα προσπαθώ να προσφέρω κάτι στον ακροατή που δεν χρειάζεται να το ξέρει εκ των προτέρων, αλλά θεωρώ σημαντικό γι' αυτόν - και πότε-πότε τα καταφέρνω. Νομίζω πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να φτάσεις στην άμεση τέχνη – αν υπάρχει τέτοιο πράγμα”. |