Monk, Thelonious Βιογραφία
Επιμέλεια : Πάνος Βέτσικας Ο Thelonious Monk γεννήθηκε στις 11 Οκτωβρίου το 1911. Πιανίστας και συνθέτης που θεωρείται από τους “γίγαντες” της σύγχρονης jazz. Mε ένα μοναδικό στυλ αυτοσχεδιασμού και πάμπολλες συνεισφορές στο standard ρεπερτόριο της jazz, όπως: 'Round Midnight, Epistrophy, Straight, No Chaser, Well, You Needn't και Blue Monk μεταξύ άλλων. Από τους πρωτοπόρους του bebop, αν και πολλές συνθέσεις του διαφέρουν από το στυλ αυτό. Φορτωμένες με παράξενες αρμονίες και μελωδικές στρεβλώσεις, αποτελούν συνέχεια στο “ανορθόδοξο” παίξιμο του Thelonious. Άφησε εποχή με το παράξενο ντύσιμο του (τα ανεπανάληπτα καπέλα του) και την εκκεντρική του συμπεριφορά. Πολλές φορές, ενώ οι υπόλοιποι μουσικοί συνέχιζαν να παίζουν, σηκωνόταν από το πιάνο και περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του, φέρνοντας στο νου τους περιστρεφόμενους χορούς των Sufi. Ξεκίνησε το πιάνο σε ηλικία 6 χρονών και είναι ουσιαστικά αυτοδίδακτος. Το στυλ του διαμορφώθηκε στο κλαμπ Minton's Playhouse (δεκαετία του '40) και στα ολονύκτια τζαμαρίσματα. Εκεί γεννήθηκε το bebop. To 1951, σ' ένα έλεγχο της αστυνομίας βρέθηκαν ναρκωτικά σ' ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο που επέβαινε ο Thelonious μαζί με τον φίλο του πιανίστα Bud Powell, o οποίος τότε έκανε χρήση. Ο Thelonious αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον του επιστήθιου φίλου του, με αποτέλεσμα να του απαγορευτούν οι εμφανίσεις στη Νέα Υόρκη. Τα πρώτα πέντε χρόνια της δεκαετίας του '50, εμφανίζεται μόνο εκτός Νέας Υόρκης και σε παραστάσεις όπου δεν σερβίρεται αλκοόλ. Η πρώτη του επίσκεψη στην Ευρώπη έγινε το 1954 για εμφανίσεις στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε τη βαρόνη Nica de Koenigswarter, που στήριζε οικονομικά πολλούς καλλιτέχνες της jazz. Έγινε πιστή του φίλη για την υπόλοιπη ζωή του. Οι πρώτες του ηχογραφήσεις ήταν με το κουαρτέτο του Coleman Hawkins το 1944. Το 1947 ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ στη Blue Note και το 1952 μεταπηδά στην Prestige, όπου ηχογράφησε μερικά από τα σημαντικότερα του άλμπουμ με τον Sonny Rollins και τον Art Blakey. Μια σύντομη συνεργασία με τον Miles Davis το 1954 κατέληξε άδοξα, αφού το στυλ του Τhelonious δεν ταίριαζε με αυτό του Miles. To 1955, η Riverside εξαγοράζει το συμβόλαιο του από την Prestige (για 110 δολάρια περίπου!). Θεωρώντας τη μουσική του πολύ “δύσκολη” για το ευρύ κοινό, η Riverside τον πείθει να ηχογραφήσει ένα άλμπουμ με standards. Η πραγματικά μεγάλη ευκαιρία του δόθηκε το 1956 όταν κυκλοφόρησε το αριστούργημα του Brilliant Corners, με τη συμμετοχή του Sonny Rollins. Το 1957, αίρεται η απαγόρευση και ξεκινά εμφανίσεις στο Five Spot της Νέας Υόρκης με τον John Coltrane. To 1962 υπογράφει στη Columbia και ηχογραφεί το Monk's Dream (το πιο “δημοφιλές” του άλμπουμ) και το διπλό Live At The It Club. Αποσύρεται από τις live εμφανίσεις στις αρχές της δεκαετίας του '70. Η τελευταία του ζωντανή εμφάνιση ήταν το 1971 σε μια παγκόσμια περιοδεία με τους “Giants Of Jazz”, που περιλάμβανε ονόματα όπως Dizzy Gillespie, Kai Winding, Sonny Stitt και Art Blakey. Στη περιοδεία αυτή, ο Monk αρνιόταν να παίξει και δεν αντάλλαξε ούτε μια κουβέντα. Σχολιάζοντας το γεγονός αργότερα, ο επί πολλά χρόνια πιστός μπασίστας του Αl McKibbon δήλωσε ότι η αιτία που δεν μιλούσε και δεν έπαιζε ο Monk ήταν ότι “εγώ (δηλ. ο ΜcKibbon) και ο Art Blakey είμαστε τόσο άσχημοι”. Μια άλλη πλευρά του Monk αποκαλύπτεται στην βιογραφία του John Coltrane (John Coltrane: His Life & His Music). Διηγείται ο Coltrane: “Ο Monk είναι το ακριβώς αντίθετο του Miles. Μιλά για τη μουσική συνεχώς και προσπαθεί τόσο πολύ να σου δώσει να καταλάβεις. Αν τον ρωτήσεις κάτι, δαπανά ώρες ολόκληρες για να σου εξηγήσει”. Το ντοκιμαντέρ “Straight, No Chaser” του 1988 αποδίδει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Monk σε πνευματική διαταραχή.
Ο γιός του T.S. Monk δηλώνει ότι ο πατέρας του πολλές φορές δεν τον αναγνώριζε και ότι πολλές φορές ο πατέρας του είχε νοσηλευτεί, κυρίως στο τέλος της δεκαετίας του '60. Μπορεί να ήταν δραστήριος για 2 ή 3 μέρες και στη συνέχεια αποσυρόταν και δεν μιλούσε σε κανέναν. Ο Leslie Gourse, συγγραφέας του βιβλίου Straight, No Chaser: The Life and Genius of Thelonious Monk (1997), αναφέρει ότι δεν συμφωνούσαν οι ψυχίατροι του στην εκδοχή της σχιζοφρένειας. Άλλοι αποδίδουν τη συμπεριφορά του σε μακρόχρονη χρήση ναρκωτικών ουσιών ενώ άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι του χορηγήθηκαν λάθος φάρμακα κατά τη νοσηλεία του, τα οποία οδήγησαν σε πνευματικές διαταραχές. Και ενώ επιδεινώνεται η υγεία του, τα τελευταία 6 χρόνια της ζωής του κατοικεί στο σπίτι της βαρόνης Nica de Koenigswarter στο New Jersey. Παρ' όλο που υπήρχε πιάνο στο σπίτι, ο Monk δεν το ακούμπησε ποτέ. Πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 1982 από εγκεφαλικό επεισόδιο. |