page top

Soul, Free Jazz, Post bop

Επιμέλεια : Πάνος Βέτσικας

Δημοσιεύτηκε 15/7/2017 14:01

Στενός συγγενής της hard bop, η Soul Jazz, ένας όρος που περιγράφει τα μικρά σχήματα με πυρήνα το αρμόνιο, που δημιουργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '50. Με ρίζες στα blues και τη gospel, η μουσική αναδείκνυε μια Αφρό-Αμερικάνικη πνευματικότητα. Οι περισσότεροι μεγάλοι οργανίστες της jazz αγκάλιασαν τη Soul Jazz, όπως οι Jimmy McGriff, Charles Earland, Les McCann, Jack McDuff και Johnny Hammond Smith. Όλοι  τους είχαν δικά τους σχήματα (συνήθως τρίο) στη δεκαετία του '60. Η παρουσία του τενόρου σαξόφωνου πολλές φορές ήταν σε εξέχουσα θέση, προσθέτοντας μια χροιά gospel στο όλο σχήμα. Σημαντικότεροι σαξοφωνίστες αυτής της σχολής, ήταν οι : Gene Ammons, Eddie Harris, Stanley Turrentine, Eddie "Lockjaw" Davis και φυσικά ο Houston Person. Επίσης ο Hank Crawford και ο David "Fathead" Newman (σαξοφωνίστες και οι δύο του Ray Charles), θεωρείται ότι ανήκουν στη σχολή αυτή, πολλοί δε συγκαταλέγουν και ορισμένες συνθέσεις του Charles Mingus στη soul jazz. Όπως και το hard bop, η soul jazz βρισκόταν στην αντίθετη όχθη από τη cool jazz. Από τη μια, μουσική που δημιουργούσε ένταση και μια ισχυρή αίσθηση επικοινωνίας και από την άλλη η αποστασιοποίηση και η συναισθηματική «ψυχρότητα» της cool jazz. Οι απλές μελωδίες της soul jazz, μαζί με τα επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα και η προβολή του μπάσου στη πρώτη γραμμή, έκαναν τη μουσική προσιτή σε πολλούς ακροατές. Κυριότερες επιτυχίες της σχολής αυτή είναι το «In The Crowd» του πιανίστα Ramsey Lewis (1965) και το «Compared To What» του Les McCann (1969).

(Ramsey Lewis - In the Crowd) 

Bέβαια, δεν πρέπει να συγχέεται η soul jazz με αυτό που έγινε γνωστό ως «soul music». Αν και οι δύο μορφές έχουν έντονα επηρεαστεί από τη gospel μουσική, η soul jazz ξεκίνησε από το bebop, ενώ η μουσική soul από το rhythm & blues.

(Compared To What - Les McCann)

Η Free Jazz θεωρείται το πιο αμφιλεγόμενο «κίνημα» στην ιστορία της jazz μουσικής. Με την έλευση της, ή «New Thing», όπως ονομάστηκε αργότερα είχε πολλά στοιχεία που προϋπήρχαν μέσα στη δομή της μουσικής για πολλά χρόνια με τα πιο σημαντικά απ' αυτά να βρίσκονται στους αυτοσχεδιασμούς του Coleman Hawkins, του Pee Wee Russell και του Lennie Tristano, αλλά μόλις στα μέσα της δεκαετίας του '50 η free jazz αναδύθηκε σαν καινούργιο στυλ, από πρωτοπόρους μουσικούς, όπως ο σαξοφωνίστας Ornette Coleman και ο πιανίστας Cecil Taylor. Οι δυο αυτοί μουσικοί, αλλά και άλλοι, όπως ο John Coltrane, o Albert Ayler και διάφορα άλλα σύνολα, όπως οι Sun Ra Arkestra και οι Revolutionary Ensemble, συνέβαλαν ώστε να γίνουν σημαντικές αλλαγές στη δομή και την αίσθηση της μουσικής. Ανάμεσα στις καινοτομίες, ήταν η κατάργηση της καθιερωμένης σειράς συγχορδιών που ακολουθούσε μέχρι τότε η jazz, αφήνοντας τη μουσική να κινηθεί σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Μια άλλη σημαντική αλλαγή βρίσκεται στο ρυθμό, όπου το «swing» ή επαναπροσδιορίζεται ή αγνοείται τελείως. Με άλλα λόγια ο καθιερωμένος ρυθμός και το μέτρο δεν αποτελούσαν πλέον καθοριστικό στοιχείο της μουσικής. Επίσης, ένα κύριο συστατικό της νέας μουσικής ήταν η ατονικότητα, στην οποία ο μουσικός τόνος δεν σχετίζεται πλέον με το καθιερωμένο τονικό σύστημα. Στριγκλιές, κραυγές και διάφοροι άλλοι ήχοι ήταν όλα μέρος του νέου ηχητικού κόσμου. Η free jazz ακόμα και σήμερα συνεχίζει να προβάλλει σαν μια ζωντανή μορφή έκφρασης, έχοντας πάψει πλέον να αμφισβητείται από τον οποιοδήποτε προσδίδοντας της την ελευθερία της τέχνης που της αρμόζει.

(Ornette Coleman - Free Jazz album - Part 1)

H εποχή της post-bop ήρθε να κάλυψει ένα μουσικό φάσμα που ερμηνευόταν από μουσικούς που συνέχιζαν στη φόρμα του be-bop και απέφευγαν τους πειραματισμούς της free jazz. Η μορφή αυτή (που από πολλούς κριτικούς συγχωνεύεται με την hard bop), πήρε τους ρυθμούς, τη δομή και την ενέργεια του bebop, πρόσθεσε επιπλέον πνευστά και χρησιμοποιούσε πολλά στοιχεία Latin μουσικής. Εκείνο που διαφοροποιούσε την post-bop ήταν η κλίση προς το funk και τη soul για να συναγωνιστεί την επερχόμενη λαίλαπα της pop μουσικής. Moυσικοί όπως ο σαξοφωνίστας Hank Mobley, ο πιανίστας Horace Silver αλλά και ο ντράμερ Art Blakey μαζί με τον τρομπετίστα Lee Morgan, ξεκίνησαν αυτό το είδος jazz στα μέσα της δεκαετίας του '50 και βοήθησαν να εισέλθει στο στερέωμα της jazz το στυλ αυτό που είναι σήμερα η κυρίαρχη μορφή της jazz. Με πιο απλές μελωδίες και ένα πιο soul ρυθμό, ο ακροατής μπορούσε να εντοπίσει στοιχεία gospel και rhythm & blues στη μουσική. Σε κάποιο βαθμό, το στυλ αυτό δέχθηκε ορισμένες βελτιώσεις τη δεκαετία του '60 καθώς προστέθηκαν στοιχεία σύνθεσης για να δημιουργήσουν ένα νέο ύφος. Ο σαξοφωνίστας Joe Henderson, ο πιανίστας McCoy Tyner, ακόμα και ο «σκληροπυρηνικός» bopper Dizzy Gillespie, δημιούργησαν μουσική με αρμονικό ενδιαφέρον στην οποία μπορούσαν οι ακροατές να σιγοτραγουδούν. Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες που αναδείχθηκε την περίοδο αυτή ήταν ο Wayne Shorter, που ξεπήδησε μέσα από τους  Jazz Messengers του Art Blakey και ηχογράφησε μια σειρά καταπληκτικών άλμπουμ, τη δεκαετία του '60. Μαζί με τον κημπορντίστα Herbie Hancock, o Shorter συνέβαλε ώστε το κουιντέτο του Miles Davis της δεκαετίας του '60 (σε μια πιο πειραματική μορφή του κουιντέτου του Miles με τον John Coltrane της δεκαετίας του '50), να γίνει ένα από τα σημαντικότερα σχήματα που ανέδειξε ποτέ η jazz.


Πηγή εξωφύλλου : mikefoster

Σχολιάστε το άρθρο

Facebook
Twitter GooglePlus