page top

Η ιστορία μιας κιθάρας!

Κείμενο: Δημήτρης Επικούρης

Δημοσιεύτηκε 14/10/2013 16:52

"Το 1982, την ημέρα των γενεθλίων μου, όταν δηλαδή έκλεινα τα 18, μπήκα σ’ ένα μεγάλο jumbo 747 και έφυγα για την Αμερική. Θυμάμαι τα λυπημένα πρόσωπα των γονιών μου και του μικρού μου αδερφού όταν τους αποχαιρέτησα. Έφευγα όμως για καλό σκοπό. Έφευγα για να σπουδάσω και μετά να γυρίσω στη πατρίδα μου  για να τη βοηθήσω και εγώ να αναπτυχθεί μιας και η χώρα μας φημίζεται για την αξιοκρατία της και το γεγονός ότι προάγει τους άξιους, τους ανθρώπους που μοχθούν  και αγωνίζονται (εμένα μου λες αλλά έτσι νόμιζα τότε).

Το πανεπιστήμιο που ήταν μεγάλο και αριθμούσε γύρω στις 25,000 φοιτητές, βρισκόταν στον Αμερικάνικο Νότο, σε μια μικρή πόλη λίγων κατοίκων και αποτελούσε και την κυριότερη πηγή εσόδων γι’ αυτούς. Βρέθηκα ανάμεσα σε μια αλλιώτικη κουλτούρα ανθρώπων που γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τη ζωή έξω από το χωριό τους.

Νοίκιασα ένα μικρό δωμάτιο και έμενα μόνος μου. Δύσκολα πράγματα. Όλα τα έμαθα μόνος μου. Να μαγειρεύω, να πλένω, να σφουγγαρίζω ,να σκουπίζω, να σιδερώνω. Μόνος μου.

Μου έλειπε η χώρα μου, οι παιδικοί μου φίλοι, οι δίσκοι μου και μια παλιά κλασσική κιθάρα που με χίλια ζόρια μου είχε αγοράσει ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Σκουπόξυλο ήταν η φουκαριάρα αλλά εγώ την αγαπούσα και τώρα μου έλειπε και πολύ μάλιστα.

Μια μέρα σουλάτσερνα στο εμπορικό κέντρο του χωριού. Μου φαινόταν μεγάλο. Είχε πολλά καταστήματα που στόχευαν κυρίως στο βαλάντιο του φοιτητόκοσμου και ίσως γι’ αυτό το λόγο να είχαν και τόσο μεγάλη ποικιλία αγαθών που διόλου δεν ταίριαζε με το μικρό χωριό του Νότου και τις αγοραστικές συνήθειες των κατοίκων του.

Μου είχε κάνει εντύπωση ένα όμορφο μαγαζί με μουσικά όργανα και κυρίως κιθάρες. Πέρναγα, ξαναπέρναγα αλλά ποτέ δεν έμπαινα μέσα γιατί τα χρήματα που είχα ήτανε πάντοτε λιγοστά και ο πειρασμός μεγάλος. Κάποια στιγμή, έπιασα δουλειά σ’ ένα εστιατόριο που είχε ένας Έλληνας μετανάστης. Δούλευα όλο τον ελεύθερο χρόνο μου εκεί για να ζορίζω όσο γινόταν λιγότερο τους δικούς μου. Μετά από μερικούς μήνες, έκανα ένα μικρό κομπόδεμα και αποφάσισα να επισκεφτώ ξανά αυτό το μαγαζί με τα μουσικά όργανα.

Οι ηλεκτρικές κιθάρες ήταν σχετικά ακριβές και θέλανε και ενισχυτή. Τις είδα, τις θαύμασα και τις ξέχασα. Υπήρχαν  όμως και αρκετές ακουστικές. Μία όμως μου έκανε εντύπωση. Είχε περίεργο χρώμα και ο ήχος της μου άρεσε ιδιαίτερα.

«Τι ξύλο είναι αυτό;» ρώτησα τον υπεύθυνο.

« Είναι ΚΟΑ από τη Χαβάη. Η κιθάρα είναι φτιαγμένη στην Ιαπωνία από τον Yairi Alvarez και είναι πολύ προσεγμένη σαν κατασκευή. Dreadnaught κιθάρα, ότι πρέπει για country και blues», απάντησε.

Την αγόρασα χωρίς δισταγμό και την πήγα στο φτωχικό μου διαμέρισμα. Όλο το βράδυ, μαζί της ασχολιόμουνα. Είχα ερωτευτεί τον ήχο της αλλά και το χρώμα της τόσο πολύ που είχα ξεχάσει τη φουκαριάρα τη κλασσική που είχα αφήσει πίσω.

Η Alvarez μου είχε γίνει η γυναίκα μου. Με ακολουθούσε παντού αλλά κυρίως με συντρόφευε τα βράδια και μου καθάριζε το μυαλό απ’ τα διαβάσματα και τη δουλειά.

Κάποια στιγμή αποφάσισα ν’ αφήσω το νότο και να πάω στον Αμερικάνικο Βορά. Καλύτερες δουλειές, περισσότερες γνωριμίες, πιο καλά πανεπιστήμια. Μαζί έφευγε και ένας φίλος μου αλλά αυτός πήγαινε αλλού, στη Βοστώνη ενώ εγώ στο New Jersey.

Το κακό με μένα είναι ότι δεν έμαθα ποτέ να οδηγώ. Μονάχα, ένα σαράβαλο μηχανάκι και εκείνο για πολύ κοντινές αποστάσεις. Ο Γιάννης λοιπόν, ο φίλος μου, ήτανε σοβαρός άνθρωπος και αγόρασε αυτοκίνητο. Δεν πέταξε τα λεφτά του σε κιθάρες και μπλουζ βινύλια. Θα πήγαινε λοιπόν στη Βοστώνη. Είχε εκεί συγγενείς. Εγώ, εκεί που πήγαινα, δεν είχα κανέναν ή μάλλον είχα αλλά τέλος πάντων. Εκείνος θα τα φόρτωνε όλα στο αμάξι του και θα έφευγε ενώ εγώ, θα έπρεπε να τα φορτώσω όλα σε βαλίτσες και να ταξιδέψω μαζί τους.

Είχα ήδη πολλά βιβλία να κουβαλήσω, ρούχα και παπλώματα, κουζινικά και δίσκους. Η Alvarez μου όμως; Τι θα γινόταν μ’ αυτήν;

«Γιάννη, κάνε μου μια χάρη, πάρε τη κιθάρα μαζί σου και αν ποτέ ξαναβρεθούμε μου τη δίνεις», του είπα.

Ο Γιάννης στην αρχή αρνήθηκε αλλά στη συνέχεια το δέχτηκε θέτοντας όμως σαν όρο πως αν αντιμετώπιζε οικονομικά στενέματα, θα την πούλαγε.

Πέρασαν περίπου 4 χρόνια και κάποια στιγμή τον έβγαλε ο δρόμος του για το New Jersey και μου την έφερε.

«Να σου πω, είχα κανονίσει να τη δώσω αλλά αυτός που ήτανε να τη πάρει δεν είχε να μου δώσει όλα τα λεφτά και η πώληση δεν έγινε» μου εξομολογήθηκε.

Πέρασαν άλλα τόσα χρόνια και η Alvarez συνέχισε να μου κρατάει συντροφιά. Δουλειά, πανεπιστήμιο, μεταπτυχιακές εργασίες αλλά η γλυκιά μου η κιθαρούλα πάντα εκεί, έτοιμη για χάδια.

Όταν γύρισα στην Ελλάδα, την έφερα μαζί μου. Είχε λίγο παλιώσει και στο καπάκι της υπήρχε μια ελεεινή γρατζουνιά που έγινε από τα χρόνια που τη φιλοξενούσε ο Γιάννης στο σπίτι του στη Βοστώνη.  Βλέπετε, με τον Κακανιάρη δεν είχαμε τότε γνωριστεί για να μου κάνει καλά το κορίτσι και αρκέστηκα σ’ ένα πλαστικό αυτοκόλλητο που έβγαζε τότε η Ρενώ για τα αμάξια της. Έκατσε κούκλα απάνω και μαζί με ένα καλό γυάλισμα στα τάστα και καινούργιες χορδές, το κορίτσι ξανάνιωσε.

Στο φανταριλίκι, η Alvarez μου ήτανε η παρηγοριά μου. Όποτε έπαιρνα άδεια μαζί της πέρναγα το χρόνο μου. Ακόμα και όταν ήμουνα κουρασμένος και δεν μπορούσα να τη γρατζουνίσω, μου έφτανε και μου περίσσευε απλά να τη κοιτάζω και να τη νιώθω δίπλα μου.

Τα χρόνια περνούσαν και κάποια στιγμή άνοιξα το πρώτο μου φροντιστήριο σ’ ένα φτωχό προάστιο του Πειραιά. Είχα δύο μαθητές, αδέρφια ήτανε. Το Γιώργη και τη Μαρία, από πολύ καλή και αξιοπρεπή οικογένεια. Ο πατέρας τους, ένας πολύ σωστός και απλός άνθρωπος αλλά και καλός πατέρας, ήρθε μια Παρασκευή να με βρει.

« Βρε συ Δημήτρη, η Μαριώ μ’ έχει φάει να της πάρω κιθάρα. Ξέρεις κανένα να πουλάει να της πάρω μια φτηνή;»
«Ναι ξέρω» του απάντησα έχοντας στο μυαλό μου έναν Αρμένη φίλο που πούλαγε μουσικά όργανα στον Πειραιά.
«Εντάξει, θα’ ρθω αύριο το πρωί να μου πεις που θα πάω για να της την αγοράσω και να τη  γράψω και σε ωδείο.»

Το Σάββατο ήρθε αλλά ο κυρ Γρηγόρης, ο πατέρας του Γιώργη και της Μαριώς, δεν φάνηκε ποτέ. Έφυγε σαν το φτερούγισμα ενός πουλιού απ’ το μάταιο τούτο κόσμο προδομένος απ’ τη καρδιά του. Ήταν μονάχα 48 χρονών!

Τα παιδιά για 2-3 μήνες τα έχασα. Κάποια στιγμή ξαναήρθαν να με δουν μαζί με τη χαροκαμένη τους τη μάνα. Ήρθαν να μου πουν πως χρήματα δεν είχαν για να συνεχίσουν τα μαθήματα. Τα χάιδεψα και τα δυό στα μαλλιά και είπα στη μάνα τους πως μέχρι να τελειώσουν, δεν μου όφειλαν τίποτα. Δεν ήθελα χρήματα, μονάχα να έρχονται και να διαβάζουν. Έτσι και έγινε. Κάποια στιγμή, η Μαρία μου είπε πως η όρεξη για την κιθάρα δεν της είχε φύγει.

«Αύριο, θα έχεις κιθάρα να παίζεις» της υποσχέθηκα.

Είχε έρθει η ώρα να αποχωριστώ την  Alvarez μου. Τουλάχιστον, θα έφευγε για καλό σκοπό. Τη χάρισα λοιπόν στη Μαρία και κάπου –κάπου μου την έφερνε να τις αλλάζω χορδές και να τη κουρντίζω.

Πέρασαν και πάλι κάμποσα χρόνια και αποφάσισα να μεταφερθώ σε δικό μου κτίριο στη Δυτική Αθήνα. Τη Μαρία και το Γιώργο τους είχα χάσει από τότε που πήραν το Lower.

Άξαφνα, μια βροχερή Τρίτη, βλέπω μια γριούλα και μια κοπελιά να κοιτάζουν το τζάμι του μικρού μου σχολειού. Άνοιξα τη πόρτα και δυσκολεύτηκα λίγο να αναγνωρίσω τα πρόσωπα. Ήταν η Μαρία με τη μητέρα της. Συγκινήθηκα πολύ όταν τις είδα. Πέρασαν μέσα και τα είπαμε. Η Μαρία είναι πια φιλόλογος και ο Γιώργης γραφίστας. Πέρασαν πολύ δύσκολα αλλά τα κατάφεραν. Πάνω στη κουβέντα, η μητέρα της Μαρίας μου είπε για την κιθάρα:

«Βρε Δημήτρη μου, η Μαρία τα παράτησε και έχω τη κιθάρα σου στο πατάρι. Το πατάρι είναι που είναι μικρό και μου πιάνει χώρο. Μήπως τη θέλεις πίσω;»

Κόντεψα να χάσω τις αισθήσεις μου. Η  Alvarez μου θα ξαναγύριζε κοντά μου μετά από τόσα χρόνια.

Γύρισε.....................

Την πήγα σ’ ένα φίλο και τη σένιαρε. Ο ήχος της ο ίδιος. Γλυκός και ξερός μαζί. Της αγόρασα και μια σκληρή θήκη με μπλε βελούδινη επένδυση για να μη μου κρυώνει τα βράδια.

Η Alvarez μου είναι το πρώτο πράγμα που βλέπω όταν ανοίγω το μικρό μου σχολειό και το τελευταίο όταν φεύγω. Χρόνο δεν έχω πολύ για να τη γρατζουνάω. Σπάνια πια το κάνω. Είναι όμως εδώ, δίπλα μου και αυτό είναι που μετράει.

Τελικά, όταν κάτι δεν θέλει να φύγει, δεν φεύγει ποτέ, όσο και αν το διώχνουμε.

Α! για τη Μαρία τώρα. Ναι, ξανάγινε μαθήτριά μου και πήρε το Proficiency. Πάλι δεν πήρα χρήματα, δεν ήθελα να πάρω. Ο ένας λόγος ήταν η ανάγκη να αποδώσω έναν φόρο τιμής σ’ έναν άξιο πατέρα σαν το κυρ Γρηγόρη, τον πατέρα της Μαρίας. 

Ο άλλος ήταν η Alvarez μου που ξαναγύρισε."

Σχολιάστε το άρθρο

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Facebook
Twitter GooglePlus